Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricopriménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rikopriˈmento]

1 επικάλυψη
2 επίχρισμα
3 επίστρωση
4 επικαλυπτικό στρώμα
5 επίθεμα
6 επίστρωμα
7 επιμετάλλωση
8 επίχριση
9 εκ νέου κάλυψη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricopribile ricoprire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricoperto (επίθ.)
ricopertura (θηλ.ουσ)
ricopiare (ρ. μτβ.)
ricopiatura (θηλ.ουσ)
ricopribile (επίθ.)
ricoprimento (ουσ αρσ )
ricoprire (ρ. μτβ.)
ricoprirsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
ricordabile (επίθ.)
ricordanza (θηλ.ουσ)
ricordare (ρ. μτβ.)
ricordarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricordevole (επίθ.)
ricordino (ουσ αρσ )
ricordo (ουσ αρσ )
ricoricare (ρ. μτβ.)
ricoricarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricorreggere (ρ. μτβ.)
ricorreggersi (ρ.μ. (αντων.))
ricorrente (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---