Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόricopèrto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rikoˈpɛrto] (gelato) το κζλυμμένο ricopèrto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [rikoˈpɛrto] καλυμμένος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |