Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricòrdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈkɔrdo]

το ενθύμιο, η ανάμνηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricordino ricoricare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricordanza (θηλ.ουσ)
ricordare (ρ. μτβ.)
ricordarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricordevole (επίθ.)
ricordino (ουσ αρσ )
ricordo (ουσ αρσ )
ricoricare (ρ. μτβ.)
ricoricarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricorreggere (ρ. μτβ.)
ricorreggersi (ρ.μ. (αντων.))
ricorrente (ουσ αρσ και θηλ.)
ricorrente (επίθ.)
ricorrenza (θηλ.ουσ)
ricorrere (ρ.αμτβ.)
ricorrere (ρ. μτβ.)
ricorso (ουσ αρσ )
ricostituente (ουσ αρσ )
ricostituente (επίθ.)
ricostituire (ρ. μτβ.)
ricostituirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---