ItalianoGreco


ricorrènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rikorˈrɛnte]

1 μηνυτής
2 ενάγων
3 κατήγορος
4 εγκαλών

ricorrènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rikorˈrɛnte]

1 περιοδικός
2 επαναλαμβανόμενος
3 διεκδικητικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---