Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricorrènte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rikorˈrɛnte]

1 μηνυτής
2 ενάγων
3 κατήγορος
4 εγκαλών

ricorrènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [rikorˈrɛnte]

1 περιοδικός
2 επαναλαμβανόμενος
3 διεκδικητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricorreggersi ricorrenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricordo (ουσ αρσ )
ricoricare (ρ. μτβ.)
ricoricarsi (ρ.μ. (αντων.))
ricorreggere (ρ. μτβ.)
ricorreggersi (ρ.μ. (αντων.))
ricorrente (ουσ αρσ και θηλ.)
ricorrente (επίθ.)
ricorrenza (θηλ.ουσ)
ricorrere (ρ.αμτβ.)
ricorrere (ρ. μτβ.)
ricorso (ουσ αρσ )
ricostituente (ουσ αρσ )
ricostituente (επίθ.)
ricostituire (ρ. μτβ.)
ricostituirsi (ρ.μ. (αντων.))
ricostituito (επίθ.)
ricostituzione (θηλ.ουσ)
ricostruire (ρ. μτβ.)
ricostruttivo (επίθ.)
ricostruttore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---