Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricórso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈkorso]

1 καταφυγή για βοήθεια
2 καταφυγή
3 επανάληψη
4 αίτηση ακύρωσης
5 έφεση
6 επανεμφάνιση
7 προσφυγή
8 καταφυγή για προστασία
9 αίτηση ανάκλησης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricorrere ricostituente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricorrente (ουσ αρσ και θηλ.)
ricorrente (επίθ.)
ricorrenza (θηλ.ουσ)
ricorrere (ρ.αμτβ.)
ricorrere (ρ. μτβ.)
ricorso (ουσ αρσ )
ricostituente (ουσ αρσ )
ricostituente (επίθ.)
ricostituire (ρ. μτβ.)
ricostituirsi (ρ.μ. (αντων.))
ricostituito (επίθ.)
ricostituzione (θηλ.ουσ)
ricostruire (ρ. μτβ.)
ricostruttivo (επίθ.)
ricostruttore (αρσ. επίθ και ουσ)
ricostruzione (θηλ.ουσ)
ricotta (θηλ.ουσ)
ricottaio (ουσ αρσ )
ricotto (αρσ. επίθ και ουσ)
ricottura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---