Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόricottùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [rikotˈtura] 1 σκλήρυνση μετάλλου με πυράκτωση 2 μαγείρεμα εκ νέου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |