Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ricréscita  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riˈkreʃʃita]

1 επαύξηση
2 αύξηση
3 ξαναμεγάλωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricrescere ricristallizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricreatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
ricreazione (θηλ.ουσ)
ricredere (ρ.αμτβ.)
ricredersi (ρ. μ. αμτβ.)
ricrescere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ricrescita (θηλ.ουσ)
ricristallizzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ricristallizzazione (θηλ.ουσ)
rictus (ουσ αρσ )
ricucimento (ουσ αρσ )
ricucire (ρ. μτβ.)
ricucitura (θηλ.ουσ)
ricuocere (ρ. μτβ.)
ricuperabile (επίθ.)
ricuperabilità (θηλ.ουσ)
ricuperamento (ουσ αρσ )
ricuperare (ρ. μτβ.)
ricuperatore (ουσ αρσ )
ricupero (ουσ αρσ )
ricurvo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---