ItalianoGreco


ricuperatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rikuperaˈtore]

1 ναυαγοσωστικό
2 συσκευή αναθέρμανσης φούρνου
3 ναυαγιαιρέτης
4 ναυαγοσώστης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---