Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόridanciàno
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ridanˈʧano] 1 χαρούμενος 2 έτοιμος να γελάσει 3 ευδιάθετος 4 εύθυμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |