Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ridévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [riˈdevole]

1 αστείος
2 καταγέλαστος
3 άξιος για γέλια
4 αξιογέλαστος
5 για γέλια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ridettare ridicibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ridersi (ρ.μ. (αντων.))
riderello (επίθ.)
ridestare (ρ. μτβ.)
ridestarsi (ρ.μ. (αντων.))
ridettare (ρ. μτβ.)
ridevole (επίθ.)
ridicibile (επίθ.)
ridicolaggine (θηλ.ουσ)
ridicolezza (θηλ.ουσ)
ridicolizzare (ρ. μτβ.)
ridicolo (ουσ αρσ )
ridicolo (επίθ.)
ridimensionamento (ουσ αρσ )
ridimensionare (ρ. μτβ.)
ridimensionarsi (ρ.μ. (αντων.))
ridipingere (ρ. μτβ.)
ridire (ρ. μτβ.)
ridiscendere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ridiscorrere (ρ.αμτβ.)
ridisporre (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---