ItalianoGreco


rìdere  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈridere]

γελώ

ridersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈridersi]

1 γελοιοποιώ
2 κοροὶδεύω
3 αδιαφορώ πλήρως
4 σπάω πλάκα με κάποιον


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---