Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rìdere  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈridere]

γελώ

ridersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈridersi]

1 γελοιοποιώ
2 κοροὶδεύω
3 αδιαφορώ πλήρως
4 σπάω πλάκα με κάποιον


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ridente riderello  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ridanciano (επίθ.)
ridare (ρ. μτβ.)
ridarella (θηλ.ουσ)
ridda (θηλ.ουσ)
ridente (επίθ.)
ridere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ridersi (ρ.μ. (αντων.))
riderello (επίθ.)
ridestare (ρ. μτβ.)
ridestarsi (ρ.μ. (αντων.))
ridettare (ρ. μτβ.)
ridevole (επίθ.)
ridicibile (επίθ.)
ridicolaggine (θηλ.ουσ)
ridicolezza (θηλ.ουσ)
ridicolizzare (ρ. μτβ.)
ridicolo (ουσ αρσ )
ridicolo (επίθ.)
ridimensionamento (ουσ αρσ )
ridimensionare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---