Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ridarèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ridaˈrɛlla]

1 χαχανητά
2 χάχανα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ridare ridda  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricusare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ricusazione (θηλ.ουσ)
ridacchiare (ρ.αμτβ.)
ridanciano (επίθ.)
ridare (ρ. μτβ.)
ridarella (θηλ.ουσ)
ridda (θηλ.ουσ)
ridente (επίθ.)
ridere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ridersi (ρ.μ. (αντων.))
riderello (επίθ.)
ridestare (ρ. μτβ.)
ridestarsi (ρ.μ. (αντων.))
ridettare (ρ. μτβ.)
ridevole (επίθ.)
ridicibile (επίθ.)
ridicolaggine (θηλ.ουσ)
ridicolezza (θηλ.ουσ)
ridicolizzare (ρ. μτβ.)
ridicolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---