Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ridacchiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ridakˈkjare]

1 χασκαρίζω
2 χασκογελώ
3 γελώ κρυφά
4 χαζογελώ
5 κρυφογελώ
6 χαχανίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ricusazione ridanciano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ricurvo (επίθ.)
ricusa (θηλ.ουσ)
ricusabile (επίθ.)
ricusare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ricusazione (θηλ.ουσ)
ridacchiare (ρ.αμτβ.)
ridanciano (επίθ.)
ridare (ρ. μτβ.)
ridarella (θηλ.ουσ)
ridda (θηλ.ουσ)
ridente (επίθ.)
ridere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ridersi (ρ.μ. (αντων.))
riderello (επίθ.)
ridestare (ρ. μτβ.)
ridestarsi (ρ.μ. (αντων.))
ridettare (ρ. μτβ.)
ridevole (επίθ.)
ridicibile (επίθ.)
ridicolaggine (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---