Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ridestàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ridesˈtare]

1 ξυπνάω κάποιον πάλι
2 προκαλώ το ενδιαφέρον ξανά

ridestarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ridesˈtarsi]

1 ξαναξυπνώ
2 αφυπνίζομαι ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riderello ridettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ridda (θηλ.ουσ)
ridente (επίθ.)
ridere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ridersi (ρ.μ. (αντων.))
riderello (επίθ.)
ridestare (ρ. μτβ.)
ridestarsi (ρ.μ. (αντων.))
ridettare (ρ. μτβ.)
ridevole (επίθ.)
ridicibile (επίθ.)
ridicolaggine (θηλ.ουσ)
ridicolezza (θηλ.ουσ)
ridicolizzare (ρ. μτβ.)
ridicolo (ουσ αρσ )
ridicolo (επίθ.)
ridimensionamento (ουσ αρσ )
ridimensionare (ρ. μτβ.)
ridimensionarsi (ρ.μ. (αντων.))
ridipingere (ρ. μτβ.)
ridire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---