Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ridimensionaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ridimensjonaˈmento]

1 αναδιοργάνωση
2 περικοπή δαπανών
3 νέα αξιολόγηση
4 επανεξέταση
5 νέα αποτίμηση
6 ανασύνταξη
7 ελάφρυνση
8 μείωση
9 ελάττωση εξόδων
10 περισυλλογή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ridicolo ridimensionare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ridicolaggine (θηλ.ουσ)
ridicolezza (θηλ.ουσ)
ridicolizzare (ρ. μτβ.)
ridicolo (ουσ αρσ )
ridicolo (επίθ.)
ridimensionamento (ουσ αρσ )
ridimensionare (ρ. μτβ.)
ridimensionarsi (ρ.μ. (αντων.))
ridipingere (ρ. μτβ.)
ridire (ρ. μτβ.)
ridiscendere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ridiscorrere (ρ.αμτβ.)
ridisporre (ρ. μτβ.)
ridistendere (ρ. μτβ.)
ridistendersi (ρ.μ. (αντων.))
ridistribuire (ρ. μτβ.)
ridistribuzione (θηλ.ουσ)
ridiventare (ρ.αμτβ.)
ridividere (ρ. μτβ.)
ridomandare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---