Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ridistèndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ridisˈtɛndere]

1 απλώνω ξανά
2 αναπτύσσω ξανά

ridistendersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ridisˈtɛndersi]

ξαπλώνομαι ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ridisporre ridistribuire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ridipingere (ρ. μτβ.)
ridire (ρ. μτβ.)
ridiscendere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ridiscorrere (ρ.αμτβ.)
ridisporre (ρ. μτβ.)
ridistendere (ρ. μτβ.)
ridistendersi (ρ.μ. (αντων.))
ridistribuire (ρ. μτβ.)
ridistribuzione (θηλ.ουσ)
ridiventare (ρ.αμτβ.)
ridividere (ρ. μτβ.)
ridomandare (ρ. μτβ.)
ridonare (ρ. μτβ.)
ridondante (επίθ.)
ridondanza (θηλ.ουσ)
ridondare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ridosso (ουσ αρσ )
ridotta (θηλ.ουσ)
ridotto (ουσ αρσ )
ridotto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---