Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόridótto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [riˈdotto] 1 πρόχειρο φρούριο 2 φουαγιέ (θεάτρου) 3 εσωτερικό οχύρωμα ridótto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [riˈdotto] 1 (prezzo) μειωμένος (-η, -ο) 2 (formato) μικρός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαbiglietto [αρσ.] ridotto = το μισό εισιτήριο || biglietto [αρσ.] ridotto = το μισό εισιτήριο, απλό εισιτήριο || mal [αρσ.] ridotto = σε κακή κατάσταση Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |