Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ridótto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈdotto]

1 πρόχειρο φρούριο
2 φουαγιέ (θεάτρου)
3 εσωτερικό οχύρωμα

ridótto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [riˈdotto]

1 (prezzo) μειωμένος (-η, -ο)
2 (formato) μικρός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ridotta riducente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


biglietto [αρσ.] ridotto = το μισό εισιτήριο || biglietto [αρσ.] ridotto = το μισό εισιτήριο, απλό εισιτήριο || mal [αρσ.] ridotto = σε κακή κατάσταση


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ridondante (επίθ.)
ridondanza (θηλ.ουσ)
ridondare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ridosso (ουσ αρσ )
ridotta (θηλ.ουσ)
ridotto (ουσ αρσ )
ridotto (επίθ.)
riducente (ουσ αρσ )
riducente (επίθ.)
riducibilità (θηλ.ουσ)
ridurre (ρ. μτβ.)
ridursi (ρ.μ. (αντων.))
riduttivo (επίθ.)
riduttore (ουσ αρσ )
riduzione (θηλ.ουσ)
riecco (επίρ.)
riecheggiamento (ουσ αρσ )
riecheggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
riedificabile (επίθ.)
riedificare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---