Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόriecheggiaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [riekedʤaˈmento] 1 αντίλαλος 2 αντήχηση 3 αντιδόνημα 4 αντιδόνηση 5 ηχώ 6 αχολόι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |