Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rieducazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riedukatˈtsjone]

επανεκπαίδευση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rieducare rielaborare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riedificazione (θηλ.ουσ)
riedito (επίθ.)
riedizione (θηλ.ουσ)
rieducabile (επίθ.)
rieducare (ρ. μτβ.)
rieducazione (θηλ.ουσ)
rielaborare (ρ. μτβ.)
rielaborazione (θηλ.ουσ)
rieleggere (ρ. μτβ.)
rieleggibile (επίθ.)
rieleggibilità (θηλ.ουσ)
rielezione (θηλ.ουσ)
riemergere (ρ.αμτβ.)
riemersione (θηλ.ουσ)
riempibile (επίθ.)
riempimento (ουσ αρσ )
riempire (ρ. μτβ.)
riempirsi (ρ.μ. (αντων.))
riempita (θηλ.ουσ)
riempitivo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---