Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rielaborazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rielaboratˈtsjone]

1 νέα επεξεργασία
2 επεξεργασία με νέα θεώρηση του έργου
3 κριτική αναθεώρηση και επεξεργασία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rielaborare rieleggere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riedizione (θηλ.ουσ)
rieducabile (επίθ.)
rieducare (ρ. μτβ.)
rieducazione (θηλ.ουσ)
rielaborare (ρ. μτβ.)
rielaborazione (θηλ.ουσ)
rieleggere (ρ. μτβ.)
rieleggibile (επίθ.)
rieleggibilità (θηλ.ουσ)
rielezione (θηλ.ουσ)
riemergere (ρ.αμτβ.)
riemersione (θηλ.ουσ)
riempibile (επίθ.)
riempimento (ουσ αρσ )
riempire (ρ. μτβ.)
riempirsi (ρ.μ. (αντων.))
riempita (θηλ.ουσ)
riempitivo (ουσ αρσ )
riempitivo (επίθ.)
riempitrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---