Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrielaborazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [rielaboratˈtsjone] 1 νέα επεξεργασία 2 επεξεργασία με νέα θεώρηση του έργου 3 κριτική αναθεώρηση και επεξεργασία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |