Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riempitìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riempiˈtivo]

1 αναπλήρωση
2 γέμιση
3 άχρηστο πρόσωπο
4 παραγέμισμα
5 πλεονασμός

riempitìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [riempiˈtivo]

1 πλεοναστικός
2 χορταστικός
3 ο του γεμίσματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riempita riempitrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riempibile (επίθ.)
riempimento (ουσ αρσ )
riempire (ρ. μτβ.)
riempirsi (ρ.μ. (αντων.))
riempita (θηλ.ουσ)
riempitivo (ουσ αρσ )
riempitivo (επίθ.)
riempitrice (θηλ.ουσ)
riempitura (θηλ.ουσ)
rientrabile (επίθ.)
rientramento (ουσ αρσ )
rientrante (ουσ αρσ )
rientrante (επίθ.)
rientranza (θηλ.ουσ)
rientrare (ρ.αμτβ.)
rientrata (θηλ.ουσ)
rientrato (επίθ.)
rientro (ουσ αρσ )
riepilogare (ρ. μτβ.)
riepilogativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---