ItalianoGreco


riempitìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riempiˈtivo]

1 αναπλήρωση
2 γέμιση
3 άχρηστο πρόσωπο
4 παραγέμισμα
5 πλεονασμός

riempitìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [riempiˈtivo]

1 πλεοναστικός
2 χορταστικός
3 ο του γεμίσματος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---