ItalianoGreco


riempitùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riempiˈtura]

1 παραγέμισμα
2 γέμιση
3 αναπλήρωση
4 ενδιάμεσο κενό
5 γόμος
6 γέμισμα
7 γεμιστήρας
8 γιόμιση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---