Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riéntro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈentro]

1 φύρα
2 επιστροφή
3 επανείσοδος στην ατμόσφαιρα της γης
4 μάζεμα
5 επάνοδος
6 εσοχή
7 συστολή
8 συρρίκνωση
9 στένεμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rientrato riepilogare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rientrante (επίθ.)
rientranza (θηλ.ουσ)
rientrare (ρ.αμτβ.)
rientrata (θηλ.ουσ)
rientrato (επίθ.)
rientro (ουσ αρσ )
riepilogare (ρ. μτβ.)
riepilogativo (επίθ.)
riepilogo (ουσ αρσ )
riequilibrare (ρ. μτβ.)
riesame (ουσ αρσ )
riesaminare (ρ. μτβ.)
riesecuzione (θηλ.ουσ)
riesporre (ρ. μτβ.)
riesporsi (ρ.μ. (αντων.))
riesportare (ρ. μτβ.)
riesportatore (ουσ αρσ )
riesportazione (θηλ.ουσ)
riessere (ρ.αμτβ.)
riesumare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---