Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riespórre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riesˈporre]

1 παρουσιάζω ξανά
2 ερμηνεύω πάλι
3 διατυπώνω ξανά
4 επιδεικνύω ξανά
5 εξηγώ πάλι
6 ξαναδείχνω
7 προσκομίζω ξανά
8 επανεκθέτω
9 εκθέτω εκ νέου

riesporsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riesˈporsi]

1 μένω έκθετος ξανά
2 εκτίθεμαι ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riesecuzione riesportare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riepilogo (ουσ αρσ )
riequilibrare (ρ. μτβ.)
riesame (ουσ αρσ )
riesaminare (ρ. μτβ.)
riesecuzione (θηλ.ουσ)
riesporre (ρ. μτβ.)
riesporsi (ρ.μ. (αντων.))
riesportare (ρ. μτβ.)
riesportatore (ουσ αρσ )
riesportazione (θηλ.ουσ)
riessere (ρ.αμτβ.)
riesumare (ρ. μτβ.)
riesumazione (θηλ.ουσ)
rievocare (ρ. μτβ.)
rievocazione (θηλ.ουσ)
rifabbricabile (επίθ.)
rifabbricare (ρ. μτβ.)
rifacimento (ουσ αρσ )
rifacitore (αρσ. επίθ και ουσ)
rifare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---