Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riesumazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riezumatˈtsjone]

1 ξεθαμός
2 αναγέννηση
3 ξεθάψιμο
4 ξέθαμα
5 εκταφή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riesumare rievocare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riesportare (ρ. μτβ.)
riesportatore (ουσ αρσ )
riesportazione (θηλ.ουσ)
riessere (ρ.αμτβ.)
riesumare (ρ. μτβ.)
riesumazione (θηλ.ουσ)
rievocare (ρ. μτβ.)
rievocazione (θηλ.ουσ)
rifabbricabile (επίθ.)
rifabbricare (ρ. μτβ.)
rifacimento (ουσ αρσ )
rifacitore (αρσ. επίθ και ουσ)
rifare (ρ. μτβ.)
rifarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifasamento (ουσ αρσ )
rifasare (ρ. μτβ.)
rifasatore (ουσ αρσ )
rifasciare (ρ. μτβ.)
rifatto (αρσ. επίθ και ουσ)
riferibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---