Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rifasàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rifaˈzare]

διορθώνω το συνημίτονο φι (συντελεστή ισχύος)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rifasamento rifasatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rifacimento (ουσ αρσ )
rifacitore (αρσ. επίθ και ουσ)
rifare (ρ. μτβ.)
rifarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifasamento (ουσ αρσ )
rifasare (ρ. μτβ.)
rifasatore (ουσ αρσ )
rifasciare (ρ. μτβ.)
rifatto (αρσ. επίθ και ουσ)
riferibile (επίθ.)
riferimento (ουσ αρσ )
riferire (ρ. μτβ.)
riferirsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
rifermare (ρ. μτβ.)
rifermarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifermentare (ρ.αμτβ.)
rifermentazione (θηλ.ουσ)
riffa (θηλ.ουσ)
rifiatare (ρ.αμτβ.)
rificcare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---