Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rificcàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rifikˈkare]

ξανασπρώχνω

rificcarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rifikˈkarsi]

1 ξανασπρώχνομαι
2 στριμώχνομαι ξανά
3 σπρώχνω ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rifiatare rifilare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rifermarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifermentare (ρ.αμτβ.)
rifermentazione (θηλ.ουσ)
riffa (θηλ.ουσ)
rifiatare (ρ.αμτβ.)
rificcare (ρ. μτβ.)
rificcarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifilare (ρ. μτβ.)
rifilatrice (θηλ.ουσ)
rifilatura (θηλ.ουσ)
rifiltrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rifinanziare (ρ. μτβ.)
rifinire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rifinitezza (θηλ.ουσ)
rifinito (επίθ.)
rifinitore (αρσ. επίθ και ουσ)
rifinitura (θηλ.ουσ)
rifiorimento (ουσ αρσ )
rifiorire (ρ.αμτβ.)
rifiorire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---