Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rifinitùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rifiniˈtura]

1 ολοκλήρωμα
2 συντέλεση
3 ολοκλήρωση
4 αποτελείωμα
5 φινίρισμα
6 τέλειωμα
7 αποπεράτωση
8 κλείσιμο
9 αποτέλειωμα
10 αποτελείωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rifinitore rifiorimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rifinanziare (ρ. μτβ.)
rifinire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rifinitezza (θηλ.ουσ)
rifinito (επίθ.)
rifinitore (αρσ. επίθ και ουσ)
rifinitura (θηλ.ουσ)
rifiorimento (ουσ αρσ )
rifiorire (ρ.αμτβ.)
rifiorire (ρ. μτβ.)
rifiorita (θηλ.ουσ)
rifioritura (θηλ.ουσ)
rifischiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rifischione (ουσ αρσ )
rifiutabile (επίθ.)
rifiutare (ρ. μτβ.)
rifiutarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifiuto (ουσ αρσ )
riflessione (θηλ.ουσ)
riflessività (θηλ.ουσ)
riflessivo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---