Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rifiorìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rifjoˈrire]

1 ξανανιώνω
2 λουλουδίζω και πάλι
3 αναθάλλω
4 ανθίζω ξανά
5 αναζωογονούμαι
6 ξαναβγαίνω (για λεκέδες ή εξάνθημα)
7 ακμάζω ξανά
8 αναλάμπω
9 ξανανθίζω
10 ανανεώνομαι
11 ξαναζωντανεύω
12 ξαναγεννιέμαι

rifiorìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rifjoˈrire]

1 χαλικοστρώνω
2 προκαλώ νέα ανθοφορία
3 αναρριπίζω
4 ανανεώνω
5 αναζωογονώ
6 δημιουργώ νέα ακμή
7 επιστρώνω με χαλίκια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rifiorimento rifiorita  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rifinitezza (θηλ.ουσ)
rifinito (επίθ.)
rifinitore (αρσ. επίθ και ουσ)
rifinitura (θηλ.ουσ)
rifiorimento (ουσ αρσ )
rifiorire (ρ.αμτβ.)
rifiorire (ρ. μτβ.)
rifiorita (θηλ.ουσ)
rifioritura (θηλ.ουσ)
rifischiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rifischione (ουσ αρσ )
rifiutabile (επίθ.)
rifiutare (ρ. μτβ.)
rifiutarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifiuto (ουσ αρσ )
riflessione (θηλ.ουσ)
riflessività (θηλ.ουσ)
riflessivo (αρσ. επίθ και ουσ)
riflesso (ουσ αρσ )
riflesso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---