Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrifiorìta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [rifjoˈrita] 1 νέα ανθοφορία 2 ξανάνθισμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |