Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rifiorìta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rifjoˈrita]

1 νέα ανθοφορία
2 ξανάνθισμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rifiorire rifioritura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rifinitore (αρσ. επίθ και ουσ)
rifinitura (θηλ.ουσ)
rifiorimento (ουσ αρσ )
rifiorire (ρ.αμτβ.)
rifiorire (ρ. μτβ.)
rifiorita (θηλ.ουσ)
rifioritura (θηλ.ουσ)
rifischiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rifischione (ουσ αρσ )
rifiutabile (επίθ.)
rifiutare (ρ. μτβ.)
rifiutarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifiuto (ουσ αρσ )
riflessione (θηλ.ουσ)
riflessività (θηλ.ουσ)
riflessivo (αρσ. επίθ και ουσ)
riflesso (ουσ αρσ )
riflesso (επίθ.)
riflessologia (θηλ.ουσ)
riflessoterapia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---