Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riflessologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riflessoloˈʤia]

(del piede) το μασάζ ποδιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riflesso riflessoterapia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riflessione (θηλ.ουσ)
riflessività (θηλ.ουσ)
riflessivo (αρσ. επίθ και ουσ)
riflesso (ουσ αρσ )
riflesso (επίθ.)
riflessologia (θηλ.ουσ)
riflessoterapia (θηλ.ουσ)
riflettente (αρσ. επίθ και ουσ)
riflettenza (θηλ.ουσ)
riflettere (ρ.αμτβ.)
riflettere (ρ. μτβ.)
riflettersi (ρ. μ. αμτβ.)
riflettometro (ουσ αρσ )
riflettore (ουσ αρσ )
rifluire (ρ.αμτβ.)
riflusso (ουσ αρσ )
rifocillamento (ουσ αρσ )
rifocillare (ρ. μτβ.)
rifocillarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifoderare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---