Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riflèttere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riˈflɛttere]

1 (pensare) σκέφτομαι, συλλογίζομαι
2 (immagine) αντανακλώ

riflèttere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈflɛttere]

1 ανακλώ
2 αντικαθρεφτίζω
3 αντανακλώ
4 καθρεφτίζω
5 αντικατοπτρίζω
6 ανταυγάζω

riflèttersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riˈflɛttersi]

1 έχω επιπτώσεις
2 αντικατοπτρίζομαι
3 αντικαθεφτρίζομαι
4 αντανακλώμαι
5 καθρεφτίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riflettenza riflettometro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riflesso (επίθ.)
riflessologia (θηλ.ουσ)
riflessoterapia (θηλ.ουσ)
riflettente (αρσ. επίθ και ουσ)
riflettenza (θηλ.ουσ)
riflettere (ρ.αμτβ.)
riflettere (ρ. μτβ.)
riflettersi (ρ. μ. αμτβ.)
riflettometro (ουσ αρσ )
riflettore (ουσ αρσ )
rifluire (ρ.αμτβ.)
riflusso (ουσ αρσ )
rifocillamento (ουσ αρσ )
rifocillare (ρ. μτβ.)
rifocillarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifoderare (ρ. μτβ.)
rifondare (ρ. μτβ.)
rifondere (ρ. μτβ.)
rifondibile (επίθ.)
rifonditore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---