Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrifonditóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [rifondiˈtore] 1 αυτός που επιστρέφει χρήματα 2 εργάτης καμίνευσης 3 πελάτης που εξοφλεί 4 αυτός που αποζημιώνει permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |