Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riformàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riforˈmare]

1 ανασυνθέτω
2 μεταρρυθμίζω
3 μεταπλάθω
4 δηλώνω κάποιον ακατάλληλο για στράτευση
5 μεταπλάσσω
6 ανασυντάσσω
7 μετατρέπω
8 μεταποιώ
9 ανασχηματίζω
10 ανασυγκροτώ
11 αναμορφώνω
12 αναδομώ
13 μεταβάλλω
14 βελτιώνω
15 εξυγιαίνω
16 μετασχηματίζω

riformarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riforˈmarsi]

1 βελτιώνομαι
2 μετασχηματίζομαι
3 ανασχηματίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riformabile riformativo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rifondere (ρ. μτβ.)
rifondibile (επίθ.)
rifonditore (αρσ. επίθ και ουσ)
riforma (θηλ.ουσ)
riformabile (επίθ.)
riformare (ρ. μτβ.)
riformarsi (ρ.μ. (αντων.))
riformativo (επίθ.)
riformato (ουσ αρσ )
riformato (επίθ.)
riformatore (ουσ αρσ )
riformatore (επίθ.)
riformatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
riformazione (θηλ.ουσ)
riformismo (ουσ αρσ )
riformista (ουσ αρσ και θηλ.)
riformista (επίθ.)
riformistico (επίθ.)
rifornimento (ουσ αρσ )
rifornire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---