Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rifornìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riforˈnire]

1 γεμίζω ξανά
2 προσπορίζω
3 ανεφοδιάζω με καύσιμα
4 προμηθεύω
5 εξαρτίζω
6 ανεφοδιάζω
7 χορηγώ
8 εξοπλίζω
9 πορίζω
10 εφοδιάζω
11 επανεφοδιάζω
12 ανανεώνω τον εφοδιασμό
13 παρέχω

rifornirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [riforˈnirsi]

1 προμηθεύομαι
2 ανεφοδιάζομαι με καύσιμα
3 επανεφοδιάζομαι
4 προσπορίζομαι
5 ανεφοδιάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rifornimento rifornitore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riformismo (ουσ αρσ )
riformista (ουσ αρσ και θηλ.)
riformista (επίθ.)
riformistico (επίθ.)
rifornimento (ουσ αρσ )
rifornire (ρ. μτβ.)
rifornirsi (ρ.μ. (αντων.))
rifornitore (αρσ. επίθ και ουσ)
rifornitura (θηλ.ουσ)
rifrangente (επίθ.)
rifrangenza (θηλ.ουσ)
rifrangere (ρ. μτβ.)
rifrangersi (ρ.μ. (αντων.))
rifrangibile (επίθ.)
rifrangibilità (θηλ.ουσ)
rifrattività (θηλ.ουσ)
rifratto (επίθ.)
rifrattometria (θηλ.ουσ)
rifrattometro (ουσ αρσ )
rifrattore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---