Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riformìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riforˈmizmo]

1 κίνηση ή πολιτική αναμόρφωσης
2 ρεφορμισμός
3 ανασχηματιστική κίνηση ή δόγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  riformazione riformista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riformato (επίθ.)
riformatore (ουσ αρσ )
riformatore (επίθ.)
riformatorio (αρσ. επίθ και ουσ)
riformazione (θηλ.ουσ)
riformismo (ουσ αρσ )
riformista (ουσ αρσ και θηλ.)
riformista (επίθ.)
riformistico (επίθ.)
rifornimento (ουσ αρσ )
rifornire (ρ. μτβ.)
rifornirsi (ρ.μ. (αντων.))
rifornitore (αρσ. επίθ και ουσ)
rifornitura (θηλ.ουσ)
rifrangente (επίθ.)
rifrangenza (θηλ.ουσ)
rifrangere (ρ. μτβ.)
rifrangersi (ρ.μ. (αντων.))
rifrangibile (επίθ.)
rifrangibilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---