Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rifrangènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [rifranˈʤɛntsa]

διαθλαστικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rifrangente rifrangere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rifornire (ρ. μτβ.)
rifornirsi (ρ.μ. (αντων.))
rifornitore (αρσ. επίθ και ουσ)
rifornitura (θηλ.ουσ)
rifrangente (επίθ.)
rifrangenza (θηλ.ουσ)
rifrangere (ρ. μτβ.)
rifrangersi (ρ.μ. (αντων.))
rifrangibile (επίθ.)
rifrangibilità (θηλ.ουσ)
rifrattività (θηλ.ουσ)
rifratto (επίθ.)
rifrattometria (θηλ.ουσ)
rifrattometro (ουσ αρσ )
rifrattore (ουσ αρσ )
rifrattore (επίθ.)
rifrazione (θηλ.ουσ)
rifreddare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rifreddarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifreddo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---