Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rifornitùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [riforniˈtura]

1 ανανέωση εφοδιασμού
2 προμήθεια
3 ανεφοδιασμός
4 εφοδιασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rifornitore rifrangente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riformistico (επίθ.)
rifornimento (ουσ αρσ )
rifornire (ρ. μτβ.)
rifornirsi (ρ.μ. (αντων.))
rifornitore (αρσ. επίθ και ουσ)
rifornitura (θηλ.ουσ)
rifrangente (επίθ.)
rifrangenza (θηλ.ουσ)
rifrangere (ρ. μτβ.)
rifrangersi (ρ.μ. (αντων.))
rifrangibile (επίθ.)
rifrangibilità (θηλ.ουσ)
rifrattività (θηλ.ουσ)
rifratto (επίθ.)
rifrattometria (θηλ.ουσ)
rifrattometro (ουσ αρσ )
rifrattore (ουσ αρσ )
rifrattore (επίθ.)
rifrazione (θηλ.ουσ)
rifreddare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---