Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrifornitùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [riforniˈtura] 1 ανανέωση εφοδιασμού 2 προμήθεια 3 ανεφοδιασμός 4 εφοδιασμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |