ItalianoGreco


rifornitóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [riforniˈtore]

1 εφοδιαστής
2 προμηθευτής
3 ανεφοδιαστής
4 χορηγός
5 κουβαλητής


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---