Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rifornitóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [riforniˈtore]

1 εφοδιαστής
2 προμηθευτής
3 ανεφοδιαστής
4 χορηγός
5 κουβαλητής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rifornirsi rifornitura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

riformista (επίθ.)
riformistico (επίθ.)
rifornimento (ουσ αρσ )
rifornire (ρ. μτβ.)
rifornirsi (ρ.μ. (αντων.))
rifornitore (αρσ. επίθ και ουσ)
rifornitura (θηλ.ουσ)
rifrangente (επίθ.)
rifrangenza (θηλ.ουσ)
rifrangere (ρ. μτβ.)
rifrangersi (ρ.μ. (αντων.))
rifrangibile (επίθ.)
rifrangibilità (θηλ.ουσ)
rifrattività (θηλ.ουσ)
rifratto (επίθ.)
rifrattometria (θηλ.ουσ)
rifrattometro (ουσ αρσ )
rifrattore (ουσ αρσ )
rifrattore (επίθ.)
rifrazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---