Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rifréddo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈfreddo]

κρύο πιάτο

rifréddo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [riˈfreddo]

1 κρύος
2 ψυχρός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rifreddarsi rifriggere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rifrattore (ουσ αρσ )
rifrattore (επίθ.)
rifrazione (θηλ.ουσ)
rifreddare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rifreddarsi (ρ.μ. (αντων.))
rifreddo (ουσ αρσ )
rifreddo (επίθ.)
rifriggere (ρ.αμτβ.)
rifriggere (ρ. μτβ.)
rifritto (αρσ. επίθ και ουσ)
rifrittume (ουσ αρσ )
rifrittura (θηλ.ουσ)
rifrugare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rifruttare (ρ.αμτβ.)
rifruttificare (ρ.αμτβ.)
rifuggire (ρ.αμτβ.)
rifugiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rifugiato (ουσ αρσ )
rifugio (ουσ αρσ )
rifulgente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---