Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrifréddo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [riˈfreddo] κρύο πιάτο rifréddo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [riˈfreddo] 1 κρύος 2 ψυχρός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |