ItalianoGreco


rifrìtto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈfritto]

1 τηγανισμένος ξανά
2 πεζός
3 κοινότοπος
4 χιλιοειπωμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---