Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rifùlgere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [riˈfulʤere]

1 στίλβω
2 σπιθίζω
3 φεγγοβολώ
4 γυαλίζω
5 απαστράπτω
6 λάμπω
7 λαμποκοπώ
8 αυγάζω
9 αστράφτω
10 αστραποβολώ
11 ακτινοβολώ
12 λαμπυρίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rifulgente rifumare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rifuggire (ρ.αμτβ.)
rifugiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rifugiato (ουσ αρσ )
rifugio (ουσ αρσ )
rifulgente (επίθ.)
rifulgere (ρ.αμτβ.)
rifumare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rifusibile (επίθ.)
rifusione (θηλ.ουσ)
rifuso (επίθ.)
riga (θηλ.ουσ)
rigaglie (θηλ. ουσ πληθ.)
rigagnolo (ουσ αρσ )
rigame (ουσ αρσ )
rigare (ρ. μτβ.)
rigata (θηλ.ουσ)
rigatino (ουσ αρσ )
rigato (επίθ.)
rigatoni (ουσ αρσ πληθ.)
rigatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---