Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rifugiàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [rifuˈʤato]

ο πρόσφυγας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rifugiarsi rifugio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rifrugare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rifruttare (ρ.αμτβ.)
rifruttificare (ρ.αμτβ.)
rifuggire (ρ.αμτβ.)
rifugiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rifugiato (ουσ αρσ )
rifugio (ουσ αρσ )
rifulgente (επίθ.)
rifulgere (ρ.αμτβ.)
rifumare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rifusibile (επίθ.)
rifusione (θηλ.ουσ)
rifuso (επίθ.)
riga (θηλ.ουσ)
rigaglie (θηλ. ουσ πληθ.)
rigagnolo (ουσ αρσ )
rigame (ουσ αρσ )
rigare (ρ. μτβ.)
rigata (θηλ.ουσ)
rigatino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---