rifusióne
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [rifuˈzjone]
1 απόδοση δαπανηθέντων
2 εκ νέου τήξη
3 νέο λιώσιμο
4 νέα χρηματοδότηση
5 αποζημίωση
6 επιστροφή χρημάτων
7 αποπληρωμή
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [rifuˈzjone]
1 απόδοση δαπανηθέντων
2 εκ νέου τήξη
3 νέο λιώσιμο
4 νέα χρηματοδότηση
5 αποζημίωση
6 επιστροφή χρημάτων
7 αποπληρωμή
permalink
rifusione (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android