Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rigàme  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈgame]

1 αυλάκωση
2 αυλάκι
3 αυλακιά
4 ράβδωση διακοσμητική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rigagnolo rigare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rifusione (θηλ.ουσ)
rifuso (επίθ.)
riga (θηλ.ουσ)
rigaglie (θηλ. ουσ πληθ.)
rigagnolo (ουσ αρσ )
rigame (ουσ αρσ )
rigare (ρ. μτβ.)
rigata (θηλ.ουσ)
rigatino (ουσ αρσ )
rigato (επίθ.)
rigatoni (ουσ αρσ πληθ.)
rigatrice (θηλ.ουσ)
rigatteria (θηλ.ουσ)
rigattiere (ουσ αρσ )
rigatura (θηλ.ουσ)
rigenerabile (επίθ.)
rigenerare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rigenerarsi (ρ.μ. (αντων.))
rigenerativo (επίθ.)
rigenerato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---