Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrigeneràto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [riʤeneˈrato] 1 ξαναγεννημένος 2 ανακυκλωμένος 3 αναγομωμένος 4 ανακτημένος (για μέταλλο) 5 αναγεννημένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |