Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rigeneràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [riʤeneˈrato]

1 ξαναγεννημένος
2 ανακυκλωμένος
3 αναγομωμένος
4 ανακτημένος (για μέταλλο)
5 αναγεννημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rigenerativo rigeneratore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rigatura (θηλ.ουσ)
rigenerabile (επίθ.)
rigenerare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rigenerarsi (ρ.μ. (αντων.))
rigenerativo (επίθ.)
rigenerato (επίθ.)
rigeneratore (ουσ αρσ )
rigeneratore (επίθ.)
rigenerazione (θηλ.ουσ)
rigermogliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rigettabile (επίθ.)
riggettare (ρ. μτβ.)
rigetto (ουσ αρσ )
righello (ουσ αρσ )
righettare (ρ. μτβ.)
righettato (επίθ.)
righino (ουσ αρσ )
rigidamente (επίρ.)
rigidezza (θηλ.ουσ)
rigidità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---