Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


riggettàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [riʤetˈtare]

1 αποκρούω
2 κάνω εμετό
3 απωθώ
4 ξαναρίχνω
5 πετώ πίσω
6 σπρώχνω πίσω
7 ρίχνω πίσω
8 ξαναχύνω (χυτό)
9 ρίχνω ξανά
10 εξοστρακίζω
11 εξοκέλλω
12 πετώ ξανά
13 βλασταίνω ξανά
14 απορρίπτω
15 ανθίζω ξανά
16 αναχαιτίζω
17 δεν καλοδέχομαι
18 εκτοξεύω ξανά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rigettabile rigetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rigeneratore (ουσ αρσ )
rigeneratore (επίθ.)
rigenerazione (θηλ.ουσ)
rigermogliare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rigettabile (επίθ.)
riggettare (ρ. μτβ.)
rigetto (ουσ αρσ )
righello (ουσ αρσ )
righettare (ρ. μτβ.)
righettato (επίθ.)
righino (ουσ αρσ )
rigidamente (επίρ.)
rigidezza (θηλ.ουσ)
rigidità (θηλ.ουσ)
rigido (επίθ.)
rigiocare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rigirare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rigirarsi (ρ.μ. (αντων.))
rigirio (ουσ αρσ )
rigiro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---