Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrigirìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [riʤiˈrio] 1 συχνοπέρασμα 2 πηγαινέλα 3 σούρτα φέρτα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |