Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rigóglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [riˈgoʎʎo]

1 οργιώδης βλάστηση
2 πλούτος
3 αφθονία
4 πολυτέλεια
5 πληθωρικότητα
6 υπεραφθονία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rigodone rigogliosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rigiro (ουσ αρσ )
rigiudicare (ρ. μτβ.)
rigiurare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rigo (ουσ αρσ )
rigodone (ουσ αρσ )
rigoglio (ουσ αρσ )
rigogliosamente (επίρ.)
rigogliosità (θηλ.ουσ)
rigoglioso (επίθ.)
rigogolo (ουσ αρσ )
rigonfiamento (ουσ αρσ )
rigonfiare (ρ.αμτβ.)
rigonfiare (ρ. μτβ.)
rigonfiarsi (ρ.μ. (αντων.))
rigonfio (ουσ αρσ )
rigonfio (επίθ.)
rigore (ουσ αρσ )
rigorismo (ουσ αρσ )
rigorista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
rigoristico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---