Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrigónfio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [riˈgonfjo] 1 διόγκωση 2 φούσκωμα 3 εξόγκωση 4 πρήξιμο 5 εξόγκωμα 6 τουμπάνιασμα rigónfio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [riˈgonfjo] 1 φουσκωμένος 2 πρησμένος 3 τουμπανιασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |